έντοκος

έντοκος
η , ο [ος , ον ] процентный, приносящий проценты;

έντοκη κατάθεση — процентный вклад;

έντοκο δάνειο — процентный заём


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έντοκος" в других словарях:

  • έντοκος — η, ο (Α ἔντοκος, ον) αυτός που αποφέρει τόκο («έντοκο γραμμάτιο») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που μόλις γέννησε …   Dictionary of Greek

  • έντοκος — η, ο επίρρ. α που αποφέρει τόκο, που γίνεται με σκοπό την είσπραξη τόκου: Έντοκη κατάθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔντοκον — ἔντοκος with young masc/fem acc sg ἔντοκος with young neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόκων — ἔντοκος with young masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντοκα — ἔντοκος with young neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκοφόρος, -α — ο αυτός που αποφέρει τόκο, έντοκος: Τοκοφόρο δάνειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»